ἀγελαιοτροφική

ἀγελαιοτροφική
ἀγελαιοτροφικός
of
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αγελαιοτροφικός — ἀγελαιοτροφικός, ή, όν (Α) [*ἀγελαιοτρόφος] 1. ο σχετικός με την αγελαιοτροφία ή αυτός που είναι κατάλληλος γι’ αυτή 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ αγελαιοτροφική η αγελαιοτροφία* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”